„υπέρτατος“ υπέρτατος [iˈpertatos], υπέρτατη, υπέρτατοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) höchste höchste(r, s) υπέρτατος υπέρτατος