υπέρβαση
[iˈpervasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Überschreitungθηλυκό | Femininum, weiblich fυπέρβασηυπέρβαση
examples
- υπέρβαση ορίου ταχύτηταςTempoüberschreitungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- υπέρβαση πιστωτικού ορίουKontoüberziehungθηλυκό | Femininum, weiblich f