υλοποίηση
[iloˈpiisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Materialisierungθηλυκό | Femininum, weiblich fυλοποίηση μεταβολή σε ύληυλοποίηση μεταβολή σε ύλη
- Realisierungθηλυκό | Femininum, weiblich fυλοποίηση πραγματοποίησηVerwirklichungθηλυκό | Femininum, weiblich fυλοποίηση πραγματοποίησηυλοποίηση πραγματοποίηση