„υιοθεσία“: θηλυκό υιοθεσία [ioθeˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Adoption, Annahme Adoptionθηλυκό | Femininum, weiblich f υιοθεσία παιδιού υιοθεσία παιδιού Annahmeθηλυκό | Femininum, weiblich f υιοθεσία αποδοχή μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ υιοθεσία αποδοχή μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ