„υδρόχρωμα“: ουδέτερο υδρόχρωμα [iˈðroxroma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Wasserfarbe Wasserfarbeθηλυκό | Femininum, weiblich f υδρόχρωμα υδρόχρωμα