„υγραίνω“: μεταβατικό ρήμα υγραίνω [iˈɣreno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άνα; -άνθηκα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) befeuchten, anfeuchten befeuchten, anfeuchten υγραίνω υγραίνω