τύφλωση
[ˈtiflosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Erblindungθηλυκό | Femininum, weiblich fτύφλωση απώλεια της οράσεωςBlindheitθηλυκό | Femininum, weiblich fτύφλωση απώλεια της οράσεωςτύφλωση απώλεια της οράσεως