τυραννώ
[tiraˈno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς/-άς; -ησα; -ήθηκα/-ίστηκα; -ημένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- tyrannisierenτυραννώ βασανίζωτυραννώ βασανίζω
- quälenτυραννώ ταλαιπωρώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφτυραννώ ταλαιπωρώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ