„τσόφλι“: ουδέτερο τσόφλι [ˈtsofli]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schale Schaleθηλυκό | Femininum, weiblich f τσόφλι αβγού, καρυδιού τσόφλι αβγού, καρυδιού