„τσούλα“: θηλυκό τσούλα [ˈtsula]θηλυκό | Femininum, weiblich f μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Flittchen Flittchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n τσούλα τσούλα