„τσιρίζω“: αμετάβατο ρήμα τσιρίζω [tsiˈrizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) aufjaulen, zetern, quietschen aufjaulen, zetern τσιρίζω τσιρίζω quietschen τσιρίζω διαπεραστική φωνή τσιρίζω διαπεραστική φωνή