τσιμπράγκαλα
[tsimˈbraŋgala]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl οικείο | umgangssprachlichοικOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Kleidungsstückουδέτερο | Neutrum, sächlich nτσιμπράγκαλαFummelαρσενικό | Maskulinum, männlich mτσιμπράγκαλατσιμπράγκαλα