„τσιμεντάρω“: μεταβατικό ρήμα τσιμεντάρω [tsimenˈdaro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zementieren zementieren τσιμεντάρω τσιμεντάρω