„τσιγκέλι“: ουδέτερο τσιγκέλι [tsiŋˈgjeli]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Haken Hakenαρσενικό | Maskulinum, männlich m τσιγκέλι τσιγκέλι