τσεκ
[tsek]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Scheckαρσενικό | Maskulinum, männlich mτσεκτσεκ
examples
- ταξιδιωτικό τσεκReisescheckαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- τσεκ ταξιδιούReisescheckαρσενικό | Maskulinum, männlich m