„τσαλακωμένος“ τσαλακωμένος [tsalakoˈmenos], τσαλακωμένη, τσαλακωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schrumplig schrump(e)lig τσαλακωμένος τσαλακωμένος