„τριφύλλι“: ουδέτερο τριφύλλι [triˈfili]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Klee, Kleeblatt Kleeαρσενικό | Maskulinum, männlich m τριφύλλι Kleeblattουδέτερο | Neutrum, sächlich n τριφύλλι τριφύλλι