„τρεμουλιάζω“: αμετάβατο ρήμα τρεμουλιάζω [tremuˈʎazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) erschaudern erschaudern τρεμουλιάζω τρεμουλιάζω