τρελοκομείο
[trelokoˈmio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Irrenanstaltθηλυκό | Femininum, weiblich fτρελοκομείοIrrenhausουδέτερο | Neutrum, sächlich nτρελοκομείοτρελοκομείο