„τραχεία“: θηλυκό τραχεία [traˈçia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Luftröhre Luftröhreθηλυκό | Femininum, weiblich f τραχεία ανατομία | Anatomieανατ τραχεία ανατομία | Anatomieανατ