τραυματικός
[travmatiˈkos], τραυματική, τραυματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- traumatischτραυματικός ψυχολογία | Psychologieψυχολτραυματικός ψυχολογία | Psychologieψυχολ