„τρέιλερ“: ουδέτερο τρέιλερ [ˈtreiler]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Anhänger, Hänger, Trailer Anhängerαρσενικό | Maskulinum, männlich m τρέιλερ Hängerαρσενικό | Maskulinum, männlich m τρέιλερ τρέιλερ Trailerαρσενικό | Maskulinum, männlich m τρέιλερ τηλεόραση | Fernsehenτηλ τρέιλερ τηλεόραση | Fernsehenτηλ