τουβλάκι
[tuˈvlakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Bausteinαρσενικό | Maskulinum, männlich mτουβλάκιτουβλάκι
examples
- τουβλάκι Lego®Legostein®αρσενικό | Maskulinum, männlich m
- τουβλάκι του ντόμινοDominosteinαρσενικό | Maskulinum, männlich m