τοστ
[tost]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Toast(brot)Maskulinum, Neutrum in Klammern m(n)τοστ ψωμίτοστ ψωμί
- Sandwichουδέτερο | Neutrum, sächlich nτοστ σάντουιτςτοστ σάντουιτς