„τοπικοποίηση“: θηλυκό τοπικοποίηση [topikoˈpiisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lokalisation Lokalisationθηλυκό | Femininum, weiblich f τοπικοποίηση τοπικοποίηση