τοπίο
[toˈpio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Landschaftθηλυκό | Femininum, weiblich fτοπίοτοπίο
examples
- τοπίο καταστροφήςTrümmerfeldουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- τοπίο της ερήμουWüstenlandschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f