„τομάρι“: ουδέτερο τομάρι [toˈmari]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fell, Balg, Schuft Fellουδέτερο | Neutrum, sächlich n τομάρι Balgαρσενικό | Maskulinum, männlich m τομάρι τομάρι Schuftαρσενικό | Maskulinum, männlich m τομάρι παλιάνθρωπος οικείο | umgangssprachlichοικ τομάρι παλιάνθρωπος οικείο | umgangssprachlichοικ