„τηλεφωνικώς“: επίρρημα τηλεφωνικώς [tilefoniˈkos]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) telefonisch, fernmündlich telefonisch, fernmündlich τηλεφωνικώς τηλεφωνικώς