τηλεοπτικός
[tileoptiˈkos], τηλεοπτική, τηλεοπτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Fernseh-τηλεοπτικόςτηλεοπτικός
examples
- τηλεοπτικά δικαιώματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplFernsehrechteπληθυντικός | Plural pl
- τηλεοπτικές ειδήσειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplFernsehnachrichtenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
- τηλεοπτική εκπομπήθηλυκό | Femininum, weiblich fFernsehsendungθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples