„τζόγκινγκ“: ουδέτερο τζόγκινγκ [ˈdzogiŋ(g)]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Jogging Joggingουδέτερο | Neutrum, sächlich n τζόγκινγκ τζόγκινγκ examples κάνω τζόγκινγκ joggen κάνω τζόγκινγκ