„τερατώδης“ τερατώδης [teraˈtoðis], τερατώδης, τερατώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) monströs, entsetzlich monströs, entsetzlich τερατώδης τερατώδης