τελειωτικός
[teliotiˈkos], τελειωτική, τελειωτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- endgültigτελειωτικόςτελειωτικός
examples
- τελειωτικό κτύπημαουδέτερο | Neutrum, sächlich nGnadenstoßαρσενικό | Maskulinum, männlich m