τείνω
[ˈtino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εινα; -άθηκα; -εταμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- spannenτείνω τεντώνωτείνω τεντώνω
- ausstreckenτείνω χέριτείνω χέρι
τείνω
[ˈtino]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-εινα; -άθηκα; -εταμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)