ταραχή
[taraˈçi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Bewegungθηλυκό | Femininum, weiblich fταραχή ανακίνησηταραχή ανακίνηση
- Unruheθηλυκό | Femininum, weiblich fταραχή ανησυχίαταραχή ανησυχία
- Erschütterungθηλυκό | Femininum, weiblich fταραχή συγκλόνισηταραχή συγκλόνιση
- Beunruhigungθηλυκό | Femininum, weiblich fταραχή αναταραχήταραχή αναταραχή
- Aufruhrθηλυκό | Femininum, weiblich fταραχή ψυχική αναστάτωσηAufregungθηλυκό | Femininum, weiblich fταραχή ψυχική αναστάτωσηταραχή ψυχική αναστάτωση
examples
- ταραχέςUnruhenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl