ταπετσαρία
[tapetsaˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Tapeteθηλυκό | Femininum, weiblich fταπετσαρίαταπετσαρία
- Polsterungθηλυκό | Femininum, weiblich fταπετσαρία επένδυση σε καρέκλες, κτλταπετσαρία επένδυση σε καρέκλες, κτλ
examples
- ταπετσαρία τοίχουWandbehangαρσενικό | Maskulinum, männlich m