„ταπεινωμένος“ ταπεινωμένος [tapinoˈmenos], ταπεινωμένη, ταπεινωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) degradiert degradiert ταπεινωμένος ταπεινωμένος