„ταξιθέτρια“: θηλυκό ταξιθέτρια [taksiˈθetria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Platzanweiserin Platzanweiserinθηλυκό | Femininum, weiblich f ταξιθέτρια ταξιθέτρια