„ταμπού“: ουδέτερο ταμπού [taˈbu]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Tabu Tabuουδέτερο | Neutrum, sächlich n ταμπού ταμπού „ταμπού“: επίθετο, ως επίθετο ταμπού [taˈbu]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) tabu tabu ταμπού ταμπού