ταμιευτήριο
[tamiefˈtirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Sparkasseθηλυκό | Femininum, weiblich fταμιευτήριοταμιευτήριο
examples
- ταχυδρομικό ταμιευτήριοPostsparkasseθηλυκό | Femininum, weiblich f