τακτοποίηση
[taktoˈpiisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Regelungθηλυκό | Femininum, weiblich fτακτοποίηση διακανονισμόςτακτοποίηση διακανονισμός
- Ordnungθηλυκό | Femininum, weiblich fτακτοποίηση ταξινόμησητακτοποίηση ταξινόμηση
- Erledigungθηλυκό | Femininum, weiblich fτακτοποίηση εκτέλεσητακτοποίηση εκτέλεση