„τάιμ-άουτ“: ουδέτερο τάιμ-άουτ [ˈtaim-ˈaut]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Auszeit Auszeitθηλυκό | Femininum, weiblich f τάιμ-άουτ αθλητισμός | Sportαθλ τάιμ-άουτ αθλητισμός | Sportαθλ