„σώζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα σώζομαι [ˈsozome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich retten, erhalten sein, bewahrt werden sich retten σώζομαι σώζομαι erhalten sein, bewahrt werden σώζομαι διατηρούμαι σώζομαι διατηρούμαι