„σύρτης“: αρσενικό σύρτης [ˈsirtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Riegel, Schieber Riegelαρσενικό | Maskulinum, männlich m σύρτης Schieberαρσενικό | Maskulinum, männlich m σύρτης σύρτης