σύναψη
[ˈsinapsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Abschlussαρσενικό | Maskulinum, männlich mσύναψη συμβολαίου, ασφάλισηςσύναψη συμβολαίου, ασφάλισης
- Synapseθηλυκό | Femininum, weiblich fσύναψη ανατομία | Anatomieανατσύναψη ανατομία | Anatomieανατ
examples
- σύναψη ειρήνηςFriedensschlussαρσενικό | Maskulinum, männlich m