σύγχυση
[ˈsiŋçisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- mentale Verwirrungθηλυκό | Femininum, weiblich fσύγχυση πνευματικήKonfusionθηλυκό | Femininum, weiblich fσύγχυση πνευματικήσύγχυση πνευματική