„σως“: θηλυκό σως [sos]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Soße Soßeθηλυκό | Femininum, weiblich f σως σως examples σως μουστάρδας Senfsoßeθηλυκό | Femininum, weiblich f σως μουστάρδας σως σόγιας Sojasoßeθηλυκό | Femininum, weiblich f σως σόγιας