„σωβινισμός“: αρσενικό σωβινισμός [sovinizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Chauvinismus Chauvinismusαρσενικό | Maskulinum, männlich m σωβινισμός σωβινισμός