„σχολιάζω“: μεταβατικό ρήμα σχολιάζω [sxoliˈazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ίασα; -ιάστηκα; -ιασμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) kommentieren kommentieren σχολιάζω σχολιάζω