„σχολαστικός“: επίθετο, ως επίθετο σχολαστικός [sxolastiˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, σχολαστική, σχολαστικό Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) pedantisch pedantisch σχολαστικός σχολαστικός „σχολαστικός“: αρσενικό και θηλυκό σχολαστικός [sxolastiˈkos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Pedant Pedantαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f σχολαστικός σχολαστικός