„σχεδιάζω“: μεταβατικό ρήμα σχεδιάζω [sçeðiˈazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) skizzieren, zeichnen, entwerfen, vorhaben, planen sich vornehmen skizzieren, zeichnen σχεδιάζω ιχνογραφώ σχεδιάζω ιχνογραφώ entwerfen σχεδιάζω κάνω το πρώτο σχέδιο σχεδιάζω κάνω το πρώτο σχέδιο vorhaben, planen, sich vornehmen σχεδιάζω σκοπεύω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ σχεδιάζω σκοπεύω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ